- συμφερόντως
- συμ-φερόντως, auf eine nützliche Art
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συμφερόντως — profitably indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφερόντως — Α επίρρ. 1. προς το συμφέρον κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον 2. φρ. «συμφερόντως ἔχει» συμφέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συμφέρων, οντος τού συμφέρω] … Dictionary of Greek
ξυμφερόντως — συμφερόντως , συμφερόντως profitably indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՕԳՏԱԿԱՐԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 1021 Chronological Sequence: Early classical, 8c մ. συμφερόντως, συμφόρως utiliter. Օգտակարութեամբ. օգտիւ. օգտաբար. *Ի տնանկութենէ. պահէ զնոսա օգտակարապէս: Օգտակարապէս եւ պարզաբար երկեցուցանէ. Նիւս. բն.: Ոսկ. ՟ա. կոր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)